- τραχανάς
- ο «трахана» (род каши);
§ τραχανάς πού χύθηκε — пустяки, мелочь;
έχει τραχανά απλωμένο — ему до лампочки, ему безразлично
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τραχανάς πού χύθηκε — пустяки, мелочь;
έχει τραχανά απλωμένο — ему до лампочки, ему безразлично
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τραχανάς — ο, Ν 1. είδος ζυμαρικού από χοντροαλεσμένο σιτάρι ή σιμιγδάλι το οποίο αποξηραίνεται αφού πρώτα βράσει μέσα σε γάλα 2. μτφ. άνθρωπος μαλθακός και ανεπιτήδειος, λαπάς 3. φρ. «έχει τραχανά απλωμένο» αδιαφορεί τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγανός, κατ… … Dictionary of Greek
τραχανάς — ο (λ. τουρκ.), πληθ. άδες, χοντροκομμένο σιτάρι ή αλεύρι που βράστηκε σε γάλα και ύστερα ξεράθηκε στον ήλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Tarhana — (Turkish), tarkhina, tarkhana, tarkhwana (Persian ترخینه، ترخانه، ترخوانه), trachanas/trahanas (Greek τραχανάς) or (xino)chondros ((ξυνό)χονδρος), трахана/тархана (Bulgarian), kishk (Egypt), or kushuk (Iraq) are dried foods based on a fermented… … Wikipedia
Tarhana — Dos tipos de tarhana: con yogur (izquierda) y de trigo integral de Creta (derecha). Tarhana Çorbası (turco), trachanas (griego τραχανάς) o (xino)chondros ((ξυνό)χονδρος), kishk (Egipto), o kushuk (Irak) son alimentos secos durante la fermentación … Wikipedia Español
γαλατόχοντρος — ο ο τραχανάς … Dictionary of Greek
τραγανός — (I) ή, ό / τραγανός, ή, όν, ΝΑ όμοιος με χόνδρο, υπόσκληρος νεοελλ. 1. αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανιστός («τραγανή πατάτα») 2. το ουδ. ως ουσ. το τραγανό χόνδρος τής μύτης ή τού αφτιού αρχ. εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ… … Dictionary of Greek
trahana — trahaná, trahanále, s.f. (înv.) cocă frământată cu ou, iaurt sau lapte, trecută prin ciur şi pusă în supă. Trimis de blaurb, 14.03.2007. Sursa: DAR trahaná ( ále), s.f. – Frecăţei, tăiţei de supă din aluat nedospit. – var. tarhana. Mr. tărhana … Dicționar Român
τραγανός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με χοντρό, λιγάκι σκληρός. 2. αυτός που τρίζει στη μάσηση, τραγανιστός: Τραγανό κεράσι. 3. το αρσ. ως ουσ., τραγανός τραχανάς. 4. το ουδ. ως ουσ., τραγανό χόντρος (μύτης, αυτιού κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)